- κατάσαρκος
- κατάσαρκοςfleshymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… … Dictionary of Greek
κατάσαρκον — κατάσαρκος fleshy masc/fem acc sg κατάσαρκος fleshy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασάρκους — κατάσαρκος fleshy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασάρκων — κατάσαρκος fleshy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσαρκα — κατάσαρκος fleshy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσαρκοι — κατάσαρκος fleshy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
катасарка — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. κατάσαρκος нательный, по телу) нижняя одежда святого… … Словарь церковнославянского языка
εχέσαρκος — ἐχέσαρκος, ον (Α) αυτός που εφαρμόζεται πάνω στη σάρκα, ο κατάσαρκος («ἐχέσαρκον χιτώνιον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + σαρξ, κός] … Dictionary of Greek
κατάσαρκα — επίρρ. βλ. κατάσαρκος … Dictionary of Greek
κατασάρκιο — το (AM κατασάρκιον) [κατάσαρκος] το εσωτερικό κάλυμμα τής Αγίας Τράπεζας μσν. αρχ. ρούχο που φοριέται κατάσαρκα … Dictionary of Greek